κομπιούτερ

κομπιούτερ
ο
(λ. αγγλ.), άκλ., βλ. υπολογιστής, ο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κομπιούτερ — Βλ. λ. υπολογιστές. * * * το και ο ο ηλεκτρονικός υπολογιστής …   Dictionary of Greek

  • δάνειο — Οτιδήποτε (συνήθως χρηματικό ποσό) κάποιος δίνει ή λαμβάνει, με συμφωνία επιστροφής· ο όρος χρησιμοποιείται κυρίως σε οικονομικές συναλλαγές, αλλά απαντάται επίσης μεταφορικά και σε άλλες περιπτώσεις. (Γλωσσ.) Γλωσσικό δ. καλείται το πέρασμα ενός …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτρονικός εγκέφαλος — Γενική ονομασία υπολογιστικών μηχανών που χρησιμοποιούν σύνθετα ηλεκτρονικά κυκλώματα. Ο η.ε. λέγεται επίσης πιο απλά υπολογιστής. Πολλοί χρησιμοποιούν και την αγγλική λέξη κομπιούτερ (computer). Βλ. λ. υπολογιστικές μηχανές …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • ουέντ — Αραβική ονομασία χείμαρρων, οι oποίοι είναι συνήθως ξεροί και περιέχουν νερά μόνο ύστερα από καταρρακτώδεις βροχές. Τέτοιοι χείμαρροι απαντούν σε ερημικές περιοχές και, στις περισσότερες περιπτώσεις, έχουν την αρχή τους ή μέσα στην έρημο ή σε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”